- καλαθοποιός
- ο, ηαυτός που κατασκευάζει καλάθια: Ο άντρας μου είναι καλαθοποιός και ζούμε απ' αυτή τη δουλειά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαθοποιός — making baskets masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει καλάθια ή άλλα πλεκτά είδη από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς, ή από καλάμι ή χόρτο … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek
καλαθάς — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 57 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαλιάδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 329 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του… … Dictionary of Greek
καλαθοπλόκος — (Α) καλαθοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο πλόκος, σχοινο πλόκος] … Dictionary of Greek
καλαθοποιία — η [καλαθοποιός] η τέχνη τής κατασκευής καλαθιών και γενικά διαφόρων πλεκτών επίπλων από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμι ή χόρτο … Dictionary of Greek